Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Ο Μπούφος κι ο Μπουφές






Του Σαβαβά

Η κρίση με τσαλάκωσε κι έχω βρικολακιάσει,
τα μάτια μου δεν κλείνουνε και άγχος μ’ έχει πιάσει.

Στις τσέπες του παντελονιού ψάχνω για ευρουλάκια,
μα είναι άδειες κι ορφανές σαν κλούβια αβγουλάκια.

Έχασα γκόμενα, λεφτά, αμάξι και το σπίτι,

με προσφωνούν «απόκληρο» κι «ελεεινό κοπρίτη».

Εγώ που ήμουν άρχοντας κι άφηνα μπουρμπουάρια,
στων σκουπιδιών τον τενεκέ να ψάχνω για κουφάρια.

Έκοψε και την πίστωση ο σπάγκος ο μπακάλης
κι από την πείνα ένιωσα το αίσθημα της ζάλης.

«Ουστ από ’δω κοπρόσκυλο, ξανά μην σε πετύχω,
που με τα βερεσέδια σου γέμισα έναν τοίχο».

Το ίδιο κι ο περιπτεράς, χασάπης και μανάβης,
όταν τους είπα το γνωστό «ουκ έχω για να λάβεις».

Είναι αλήθεια, πράγματι, πως πιστολιάζω κόσμο
και άμα βρω κάνα μπαχτσέ ζουλάρω λίγο δυόσμο.

Μας φάγαν τα Μνημόνια, μας ρήμαξε η Ευρώπη,
μας ψόφησαν στα πέναλτι και χάσαμε το τόπι.

Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα,
να σκύβεις στο αφεντικό, να μοιάζεις με κολίγα.

Τα γούστα μας κρατήσανε σχεδόν τριάντα χρόνια,
μα τα ευρώ πετάξανε όπως τα χελιδόνια.

Κι απόμεινε ένας λαός να μοιάζει με τον μπούφο
κι οι Γερμανοί μέσω της Bild να μας φωνάζουν «Ούφο».

Όμως καλά να πάθουμε, το ’χαμε παρακάνει,
γιατί όλοι πιστέψαμε πως βόλι δεν μας πιάνει.

Είχαμε και πολιτικούς διαμάντια και μπριλάντια,
που σκόπιμα μας έφτασαν σε τούτη την κατάντια.

Σ’ έναν τεράστιο μπουφέ τρων την κλεμμένη προίκα
κι οι Έλληνες πληρώνουνε τη νύφη και το ΙΚΑ.

Μία ολόκληρη ζωή βλέπαμε στα μπαλκόνια,
λαλίστατους πολιτικούς σαν τα γλυκά αηδόνια,

λόγους να βγάζουν πύρινους να δίνουν τη ζωή τους,
ατέλειωτο το ρεσιτάλ και η παράστασή τους.

Κι εμείς, γεμάτοι έκσταση, να παλαμοκροτάμε
και τον μεγάλο ηθοποιό όλοι να προσκυνάμε.

Σημαίες και βεγγαλικά, κροτίδες και λαμπάδες,
γριές, παππούδες και παιδιά, μαμάδες και μπαμπάδες.

Τα χρόνια όμως κύλησαν, τέλος το θεατράκι,
όλοι περάσανε καλά σ’ εκείνο το παρτάκι.

Κι εμείς, οι γάτοι οπαδοί, φανατικοί κι ωραίοι,
πιαστήκαμε στη φάκα τους όπως οι αρουραίοι.

Τόσο μεγάλη έπαρση, τόση αλαζονεία,
νομίζαμε λύκος και αρνί θα γίνουν κοινωνία.

Ήτανε πια πολύ αργά σαν πήραμε χαμπάρια
πως πήρε ο Τιτανικός πολύ νερό στ’ αμπάρια.

Κι έτσι το πλοίο βούλιαξε και πήγε στον πυθμένα
και μάταια φωνάζουμε να φέρουν τα κλεμμένα.

Το μόνο που απλόχερα πίσω μας επιστρέψαν
είναι το μέρος που παλιά όλοι τους διαπρέψαν:

Εκείνα τα πανύψηλα, τα άφταστα μπαλκόνια,
να ανεβαίνουν Έλληνες να πέφτουν σαν κυδώνια.

egriechen.info

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου